τσιγαρισμένος

τσιγαρισμένος
η , ο , τσιγαριστός, ή , ό жареный, поджаренный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τσιγαρισμένος" в других словарях:

  • τσιγαρίζομαι — τσιγαρίζομαι, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσιγαρίζω — τσιγάρισα, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος 1. καβουρντίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ: Θα σε τσιγαρίσω, αν πέσεις στα χέρια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»