- τσιγαρισμένος
- η , ο , τσιγαριστός, ή , ό жареный, поджаренный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιγαρίζομαι — τσιγαρίζομαι, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσιγαρίζω — τσιγάρισα, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος 1. καβουρντίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ: Θα σε τσιγαρίσω, αν πέσεις στα χέρια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)